πρόδοσις

From LSJ
Revision as of 13:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόδοσις Medium diacritics: πρόδοσις Low diacritics: πρόδοσις Capitals: ΠΡΟΔΟΣΙΣ
Transliteration A: pródosis Transliteration B: prodosis Transliteration C: prodosis Beta Code: pro/dosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A payment beforehand, money advanced, Lys.Fr.1.3(pl.); δωρεαὶ καὶ προδόσεις D.50.7,12.    2 προδόσει πίνειν to drink on credit, Hermipp.83.    II betrayal, treason, Pl.Lg.856e.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, 1) das Vorausbezahlen, Handgeld, welches angeworbene Soldaten, Matrosen bekamen, vgl. Dem. 50, 7. 12. – 2) = προδοσία, Verrath, Plat. Legg. IX, 856 e.

Greek (Liddell-Scott)

πρόδοσις: ἡ, πληρωμὴ ἐκ τῶν προτέρων, προπληρωμή, ἀρραβών, «καπάρο», Δημ. 1208. 16., 1210. 10· ― προδόσει πίνειν, ἐπὶ πιστώσει, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 7, ἔνθα ἴδε Meineke. II. προδοσία, Πλάτ. Νόμ. 856Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 avance d’argent;
2 trahison.
Étymologie: προδίδωμι.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, Α προδίδωμι
1. το πρόδομα («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.)
2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.)
3. φρ. «προδόσει πίνειν» — πίνω με πίστωση.

Greek Monotonic

πρόδοσις: ἡ, πληρωμή εκ των προτέρων, προκαταβολή ή καταβολή χρημάτων, πρώιμα χρήματα, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόδοσις -εως, ἡ [προδίδωμι] verraad.

Russian (Dvoretsky)

πρόδοσις: εως ἡ
1) задаток, аванс Dem.;
2) Plat. = προδοσία.

Middle Liddell

πρό-δοσις, εως,
payment beforehand, money advanced, earnest-money, Dem.