φιλοεργός

From LSJ
Revision as of 02:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοεργός Medium diacritics: φιλοεργός Low diacritics: φιλοεργός Capitals: ΦΙΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: philoergós Transliteration B: philoergos Transliteration C: filoergos Beta Code: filoergo/s

English (LSJ)

όν, or φιλόεργος, ον,

   A fond of work, industrious, κερκίς AP6.48, cf. 7.423 (Antip.Sid.): Sup., ib.6.288 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1279] oder φιλόεργος, arbeitliebend, arbeitsam; κερκίς Ep. ad. 116, 6 (VI, 48); Antp. Sid. 89 (VII, 423), u. öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοεργός: -όν, ἢ φιλόεργος, ον, (κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ., 87), ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλεργός, ἐργατικός, φιλόπονος, Ἀνθ. Π. 6. 48., 7. 423, κλπ. ὑπερθ., 6. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le travail, industrieux.
Étymologie: φίλος, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, και φιλόεργος, -ον, Α
βλ. φιλεργός.

Greek Monotonic

φῐλοεργός: -όν (ἔργον), αυτός που αγαπά τη δουλειά, εργατικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλο-εργός, όν ἔργον
fond of work, industrious, Anth.