διδασκαλεῖον

From LSJ
Revision as of 21:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδασκᾰλεῖον Medium diacritics: διδασκαλεῖον Low diacritics: διδασκαλείον Capitals: ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ
Transliteration A: didaskaleîon Transliteration B: didaskaleion Transliteration C: didaskaleion Beta Code: didaskalei=on

English (LSJ)

τό,

   A teaching-place, school, [S.]Fr.1120.3, Antipho 6.11, Th.7.29, prob. in Pl.Lg.764c; εἰς τὸ δ. ἰέναι Aeschin.1.9; τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Hyp.Eux.22; τὰ δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.50; τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2.    II in pl., = δίδακτρα, Ps.-Hdt.Vit.Hom.26.

German (Pape)

[Seite 615] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδασκᾰλεῖον: τό, τόπος, ἔνθαδιδάσκαλος διδάσκει, σχολεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. φοιτάω. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δίδακτρα, Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école.
Étymologie: διδάσκαλος.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. -ίον Aesop.306
1 escuela, lugar donde se enseña a los niños δ. παίδων Th.7.29, ἰέναι ... εἰς τὸ δ. Aeschin.1.9, cf. Hyp.Eux.22, D.18.257, Arist.Pol.1295b17, Thphr.Char.7.4, Plb.30.29.7, Plu.2.440a, Luc.Par.13, D.H.7.9, Aesop.l.c., 216, A.Al.7A.113
escuela especializada: de coros δ. ... κατεσκεύασα Antipho 6.11, de música διδασκαλείων ἐπιμεληταί Pl.Lg.764c, cf. Ath.348d, de leyes τὰ κοινὰ τῆς δικαιοσύνης διδασκαλεῖα X.Cyr.1.2.15, de retórica δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.[20.2] 5, cf. Paus.6.17.9, de medicina δ. Ἡροφιλείων ἰατρῶν μέγα Str.12.8.20, de doctrina teológica εἰς τὰ τῶν ἱερῶν νόμων διδασκαλεῖα φοιτήσας Ph.2.186, συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα Eus.HE 4.7.3
fig. escuela, enseñanza τὸ δεῖσθαι τῶν πέλας ... μέγα δ. τῆς ἀναιδείας ἔφυ Trag.Adesp.558, τὸν θάλαμον αὐτῇ δ. εὐταξίας ... γενησόμενον Plu.2.145a, τὰ συσσίτια ... διδασκαλεῖα σωφροσύνης Plu.Lyc.12, cf. Ph.2.592, τὸ γὰρ ἔθος τῇσι χερσὶ κάλλιστον δ. γίνεται Hp.Flat.1, de filosofía ὁ δὲ Πλάτων ... συνέστησε τὸ δ. Hippol.Haer.1.18.2, ἡ μεσογεία ... τῆς Ἀττικῆς ἀγαθὸν δ. ἀνδρὶ βουλομένῳ διαλέγεσθαι Philostr.VS 553, δ. τῶν ἡρώων Aen.Gaz.Ep.17.
2 escuela, grupo en torno a un maestro τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2.2, διαδεξάμενος ... αὐτὸν Μαρκίων ... ηὔξησε τὸ δ. Iren.Lugd.Haer.1.27.2.
3 plu. paga, recompensa por la enseñanza fig. ἀπέδωκε ... τῷ ἑαυτοῦ διδασκάλῳ τροφεῖα καὶ διδασκαλεῖα ἐν τῇ Ὀδυσσείῃ Ps.Hdt.Vit.Hom.26.

Greek Monotonic

δῐδασκᾰλεῖον: τό (διδάσκαλος), χώρος διδασκαλίας, σχολείο, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

δῐδασκᾰλεῖον: τό училище, школа Thuc., Xen., Plat., Aeschin., Arst.

Middle Liddell

δῐδασκᾰλεῖον, ου, τό, n διδάσκαλος
a teaching-place, school, Thuc., Plat., etc.