ἐπηχέω
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
A resound, re-echo, E.Cyc.426, Pl.R.492c: c. acc., ἐπαίνους καὶ ὕμνους Ph.1.348: c. dat., ἐπηχοῦντα [τοῖς κύκνοις] τὰ δένδρα Jul. Or.7.236a. II accompany one in shouting, E.IA1584.
German (Pape)
[Seite 921] dagegen tönen, widerhallen, ἄντρον, πέτραι, Eur. Cycl. 426; Plat. Rep. VI, 492 c; vgl. Anacr. 59, 19; ἅπας δ' ἐπήχησε στρατός, Eur. I. A. 1584, schrie dabei auf.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηχέω: ἀντηχῶ, Εὐρ. Κύκλ. 426, Πλάτ. Πολ. 492C· μετ’ αἰτ. συστοίχου, ἐπ. κύμβαλον, κροτῶ, κάμνω νὰ ἠχῇ τὸ κύμβαλον, Κλήμ. Ἀλ. 20. ΙΙ. ἐπιβοῶ, βοᾷ δ’ ἱερεύς, ἅπας δ’ ἐπήχησε στρατὸς Εὐρ. Ι. Α. 1584.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 retentir;
2 accueillir par des cris.
Étymologie: ἐπί, ἠχέω.
Greek Monotonic
ἐπηχέω: μέλ. -ήσω, αντηχώ, αντιλαλώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπηχέω:
1) отвечать отголоском, давать отзвук (ἐπήχει ἄντρον Eur.; πέτραι ἐπηχοῦντες Plat.);
2) кричать в ответ (βοᾷ δ᾽ ἱερεύς, ἅπας δ᾽ ἐπήχησε στρατός Eur.).