δύσλυτος
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ον,
A indissoluble, δυσλύτοις χαλκεύμασι A.Pr.19; ἄκος τῶν δ. πόνων E.Andr.121 (lyr.); ὦμοι stiff, Arist.Phgn.811a4. Adv. -τως, ἔχειν X.Oec.8.13. 2 insoluble, of a problem, Luc.JTr.12, Alex.Aphr. in Metaph.223.2; αἴνιγμα Plu.Fr.25.3; hard to refute, Alex.Aphr.in Top.558.25.
German (Pape)
[Seite 683] unlösbar, χαλκεύματα, Aesch. Prom. 19; πόνοι, Eur. Andr. 121; ὦμοι, zusammengedrängt, neben συνεσπασμένοι, Arist. physiogn. 6. – Adv., ἔχει, Xen. Oec. 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
δύσλῠτος: -ον, δυσδιάλυτος, ἀδιάλυτος, δυσλύτοις χαλκεύμασι Αἰσχύλ. Πρ. 19· ἄκος τῶν δ. πόνων Εὐρ. Ἀνδρ. 121. ― Ἐπίρρ., δυσλύτως ἔχειν Ξεν. Οἰκ. 8, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile ou impossible à délier, indissoluble.
Étymologie: δυσ-, λύω.
Spanish (DGE)
(δύσλῠτος) -ον
I 1difícil de soltar χαλκεύματα A.Pr.19
•fig. οἴστρου βρόχοι Lyc.405
•tieso, rígido de los hombros, op. ὦμοι εὔλυτοι Arist.Phgn.811a4, cf. 9
•de pers. inflexible, terco φιλήδονος Ph.2.269.
2 de abstr. difícil de remediar o arreglar πόνοι E.Andr.121, διαλλαγαί E.Ph.375
•difícil de resolver un dilema, Luc.ITr.12, αἴνιγμα δυσεύρετον ὢν καὶ δ. Plu.Fr.136, ἀγωγαὶ ... δύσλυτοι καὶ αἰνιγματώδεις Vett.Val.232.12
•neutr. subst. ὅτ' ἂν εἰς ἄπορον καὶ δ. αἱ ... πλοκαὶ τελευτήσωσιν cuando los enredos lleguen a un punto sin salida y de difícil desenlace en el teatro, Eun.Hist.18.6.37
•difícil de refutar un argumento, Alex.Aphr.in Top.558.25, una hipótesis, Alex.Aphr.in Metaph.223.2.
II adv. -ως
1 con dificultad de desatar δ. ἔχει X.Oec.8.13.
2 indisolublemente σφηνοῦσθαι Gal.13.335, 15.783.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσλυτος, -ον)
1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά»)
2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.)
2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.
Greek Monotonic
δύσλῠτος: -ον (λύω), δυσδιάλυτος, αδιάλυτος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δύσλῠτος:
1) нерасторжимый, неразрывный (χαλκεύματα Aesch.);
2) перен. (как бы) скованный (ὦμοι Arst.);
3) нескончаемый, бесконечный (πόνοι Eur.).
Middle Liddell
δύσ-λῠτος, ον [λύω]
indissoluble, Aesch., Eur.