ὠχριάω

From LSJ
Revision as of 15:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχριάω Medium diacritics: ὠχριάω Low diacritics: ωχριάω Capitals: ΩΧΡΙΑΩ
Transliteration A: ōchriáō Transliteration B: ōchriaō Transliteration C: ochriao Beta Code: w)xria/w

English (LSJ)

   A = ὠχράω, to be pallid, Ar.Nu.103, Ra.307, Com.Adesp.342; ὠχριηκώς Hp.Ep.17; ὠχριήσας Babr.92.8; opp. ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Arist.Cat.9b31, EN1128b14; of wine, Plu.2.692e.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχριάω: ὠχράω, γίνομαι ἢ φαίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 103, Βάτρ. 307, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 115· ὠχριήσας Βάβρ. 92. 8· ἀντίθετον τῷ ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15, Ἠθ. Νικ. 4. 9, 2· - ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 692Ε. -Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὠχριάσω, ao. ὠχρίησα, pf. ὠχρίακα;
devenir ou être jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.

Greek Monotonic

ὠχριάω: = ὠχράω, γίνομαι ωχρός, σε Αριστοφ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὠχριάω: становиться изжелта-бледным, бледнеть или быть бледным (διὰ τὸ φοβηθῆναι Arst.): οἱ ὠχριῶντες Arph., Plut. бледнолицые люди.

Middle Liddell

ὠχριάω, [from ὠχρός = ὠχράω
to be pallid, Ar., Arist.