εὐαγωγία

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐᾰγωγία Medium diacritics: εὐαγωγία Low diacritics: ευαγωγία Capitals: ΕΥΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: euagōgía Transliteration B: euagōgia Transliteration C: evagogia Beta Code: eu)agwgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good education, ἡ Ἐπικράτους εὐ. τοῦ ἀδελφοῦ Aeschin. 2.151, cf. Simp. in Epict.p.19 D., al.    II easiness of being led, ψυχῆς πρὸς λόγους Pl.Def.413b, cf. Them.Or.13.175c: abs., docility, Arist. VV1250b32; κουφότης καὶ εὐ. Philostr.V A6.13.

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, gute Führung, Leitung oder Erziehung, Wohlgezogenheit, Aesch. 2, 151 u. Sp. – Lenksamkeit, Gelehrigkeit, ψυχῆς πρὸς λόγους καὶ πράξεις Plat. defin. 413 b; Themist.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰγωγία: ἡ, καλὴ ἀγωγή, καλὴ ἀνατροφή, Αἰσχίν. 48.20. ΙΙ. τὸ εὐάγωγον, εὐαγωγία ψυχῆς πρός λόγους καὶ πράξεις Πλάτ. Ὅροι 413Β, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne éducation.
Étymologie: εὐάγωγος.

Greek Monolingual

εὐαγωγία, ἡ (Α) ευάγωγος
1. καλή αγωγή, καλή ανατροφή, καλή εκπαίδευση
2. η ευκολία κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («εὐαγωγία ψυχῆς πρὸς λόγους», Πλάτ.)
3. ευπείθειακουφότης καὶ εὐαγωγία», Φιλόστρ.).

Greek Monotonic

εὐᾰγωγία: ἡ, καλή αγωγή, καλή ανατροφή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰγωγία:
1) хорошее воспитание, благовоспитанность Aeschin., Arst., Plut.;
2) правильное развитие (τῶν σωμάτων Arst.);
3) восприимчивость, понятливость (ψυχῆς πρὸς λόγους Plat.).

Middle Liddell

εὐᾰγωγία, ἡ,
good education, Aeschin. [from εὐάγωγος