ἐναβρύνομαι
English (LSJ)
fut.
A -αβρῠνοῦμαι App.BC4.68:—pride oneself on, c. dat., D.H.Dem.5, App.l.c., etc.; Χώρα ἐ. ὕδασιν Procop.Goth.4.20. 2 to be effeminate in dress, Luc.Salt.2, D.C.43.43.
German (Pape)
[Seite 824] sich mit Etwas zieren od. brüsten, prahlen, τινί, D. Hal. u. a. Sp.; ἐσθῆσι καὶ ᾄσμασιν Luc. salt. 2; App. B. Civ. 4, 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναβρύνομαι: ὑπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, μεγαλοφρονῶ, «καμαρώνω», τινὶ Δίων Κ. 43. 43, Λουκ. π. Ὀρχ. 2, κλπ.
French (Bailly abrégé)
tirer vanité de, τινι.
Étymologie: ἐν, ἁβρύνομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. Eust.1837.11, EM 337.12G.; fut. contr. ἐναβρυνεῖσθαι App.BC 4.68 ]
enorgullecerse de, alardear de, gloriarse de s. cont., Alc.306(h).6, gener. c. dat. de cosa y abstr. Γοργιείοις ... ἐναβρύνεται de los gorgianismos se enorgullece el estilo de Platón, D.H.Dem.5.6, τοῖς ἀπροσδοκήτοις ἀγαθοῖς Ph.2.298, τοῖς κατορθώμασιν Charito 8.1.17, ἐλπίζων ... τούτοις ... ἐναβρυνεῖσθαι App.l.c., τοῖς μαρμαρίνοις ... οἴκοις Gr.Nyss.Bas.132.14, τῇ τῶν λόγων στροφῇ Basil.M.29.516C, ὡς τὰ μέγιστα κατορθοῦντες Ephr.Syr.3.283B
•fig. ῥητορικῆς γὰρ τὸ τοιόνδε σκέμμα ἐναβρύνεσθαι τῇ μακρᾷ διηγήσει tan gran problema de la retórica se jacta de una gran explicación Seuer.Clyst.p.43, ὕδασιν ἡ χώρα ἐναβρυνομένη Procop.Goth.4.20.45
•c. dat. de pers. y ἐπί c. dat. presumir, alardear de τοῖς ἀνθρώποις ἐναβρύνεσθαι ἐπ' εὐσεβείᾳ hacer alarde de piedad ante los hombres Origenes Or.19.2
•c. dat. de cosa pavonearse, presumir ref. al vestir ἐσθῆσι μαλακαῖς ... ἐναβρυνόμενον Luc.Salt.2, cf. D.C.43.43.2.
Greek Monolingual
(AM ἐναβρύνομαι)
υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.
1. (απολ.) κορδώνομαι
2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι
3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι
4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.).
Greek Monotonic
ἐναβρύνομαι: Παθ., περηφανεύομαι, επαίρομαι, καυχιέμαι για κάτι, τινι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναβρύνομαι: красоваться, кичиться (ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν Luc.).