συγχωρητέος

From LSJ
Revision as of 15:33, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητέος Medium diacritics: συγχωρητέος Low diacritics: συγχωρητέος Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΕΟΣ
Transliteration A: synchōrētéos Transliteration B: synchōrēteos Transliteration C: sygchoriteos Beta Code: sugxwrhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be conceded, Luc.Herm.74.    2 neut. συγχωρητέον, one must concede, Pl.Phdr.234e, etc.: so in pl. συγχωρητέα, S.OC1426, Pl.Lg. 895a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐπιτρέψῃ τις, εἴπερ δεκτέα καὶ εἰ συγχωρητέα Λουκ. Ἑρμότ. 74. 2) οὐδ., συγχωρητέον, δεῖ συγχωρεῖν, παραχωρεῖν, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε κτλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. συγχωρητέα, Σοφ. Ο. Κ. 1426, Πλάτ. Νόμ. 895Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de συγχωρέω.

Greek Monotonic

συγχωρητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του συγχωρῶ·
1. αυτός που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Λουκ.
2. ουδ. συγχωρητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. συγχωρητέα, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχωρητέος -α -ον, adj. verb. van συγχωρέω wat toegegeven moet worden; n. onpers. συγχωρητέον en plur. συγχωρητέα er moet toegegeven worden.

Middle Liddell

συγχωρητέος, η, ον, verb. adj. of συγχωρέω
1. to be conceded, Luc.
2. neut., συγχωρητέον one must concede, Plat.: so in pl. συγχωρητέα, Soph.