μελαμπόρφυρος

From LSJ
Revision as of 22:09, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπόρφῠρος Medium diacritics: μελαμπόρφυρος Low diacritics: μελαμπόρφυρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: melampórphyros Transliteration B: melamporphyros Transliteration C: melamporfyros Beta Code: melampo/rfuros

English (LSJ)

ον,

   A dark purple, Poll.4.119.

German (Pape)

[Seite 118] dunkelpurpurfarbig, Poll. 4, 119.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα πορφυροῦν μελανίζον, Πολυδ. Δ΄, 119.

Greek Monolingual

μελαμπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι-πόρφυρος, παμ-πόρφυρος)].