ἰσοστάσιος

From LSJ
Revision as of 16:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοστάσιος Medium diacritics: ἰσοστάσιος Low diacritics: ισοστάσιος Capitals: ΙΣΟΣΤΑΣΙΟΣ
Transliteration A: isostásios Transliteration B: isostasios Transliteration C: isostasios Beta Code: i)sosta/sios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A equal in weight, χρυσός, χρυσίον, Str.4.4.5, Plu.CG17; equivalent or adequate, τινι Hp.Ep.16, Luc.DMort.10.5, D.C.44.40, Max.Tyr.6.6; τίς σοι ἰ. νεκρός; Polem.Call.46, cf. 31; ἆρα οὖν ἰ. τῷ Κρόνῳ ὁ Ζεύς; Dam.Pr.91: ἰσοστάσιον, τό, prob. name of a ἑταίρα, title of a play by Alexis.    2 equally poised, in equilibrium, metaph., Dam.Pr.122. Adv. -ίως Poll.8.11: neut. pl. as Adv., βαίνειν Ph.1.462.

German (Pape)

[Seite 1267] dasselbe, übh. gleich, Polem. 2, 31, 46; τινί, Luc. D. Mort. 10, 5; Plut. C. Gracch. 17 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοστάσιος: -ον, = τῷ προηγ., ἰσοβαρής, ἰσόζυγος, τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 5· ἰσοδύναμος πρός τινα, τινι Ἱππ. 1278. 23, κτλ· πρβλ. ἰσάργυρος. ― Ἐπίρρ. -ίως, Πολυδ. Η΄, 11· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ἰσοστάσια βαίνειν Φίλων 1. 462, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un poids égal à, τινι.
Étymologie: ἴσος, στατός.

Greek Monolingual

ἰσοστάσιος, -ον (ΑΜ)
1. ισοβαρής, ισόζυγος
2. ισοδύναμος
αρχ.
1. ισόρροπος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισοστάσια
με ισορροπία.
επίρρ...
ἰσοστασίως (Μ)
με ισοστάσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -στάσιος (< -στασις < ἵστημί), πρβλ. αντι-στάσιος, επι-στάσιος].

Greek Monotonic

ἰσοστάσιος: -ον (ἵστημι), ισοβαρής, ισόζυγος, τινι, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοστάσιος: (ᾰ)
1) равный по весу: ἰσοστάσιον χρυσίον Plut. весовой эквивалент в золоте;
2) равносильный, равный (τοῖς ἄλλοις Luc.).

Middle Liddell

ἰσο-στάσιος, ον ἵστημι
in equipoise with, equivalent to, τινι Plut., Luc.