ἐπίτευγμα
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
English (LSJ)
ατος, τό, (ἐπιτυγχάνω)
A a hit, opp. ἀπότευγμα, Phld.Rh. 1.67S., al. ; success, D.S.1.27 ; 'coup', Cic.Att.13.27.1 : pl., ποιητῶν ἀγαθῶν ἐ. D.S.15.6 ; τὰ περὶ ποιητικὴν ἐ. D.L.8.57 ; τὰ ἀπὸ τύχης ἐ. J.BJ3.5.6 ; of successful medical diagnoses, Harp.Astr.inCat.Cod. Astr.8(3).137.10. 2 natural advantage, τὸ τῆς χώρας ἐ. Agatharch. 89 ; τὰ τῶν τόπων ἐ. D.S.33.28d.3.
German (Pape)
[Seite 991] τό, das Erreichte, was geglückt ist, das Glück, Ggstz ἐλάττωμα, D. Sic. 16, 105 u. öfter; τὰ περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγματα D. L. 8, 57. – Das Verfertigte, χειρόκμητον, Dius Stob. fl. 65, 17 (v. l. ἐπιτήδευμα); ποιητῶν D. Sic. 15, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτευγμα: τό, (ἐπιτεύχω), ἐξεύρημα, τέχνασμα ἢ ἐπιτυχία, Διόδ. 1. 27· τοῖς περὶ τὴν ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι Διογ. Λ. 8. 57. ΙΙ. ποιητῶν ἀγαθῶν ἐπιτεύγματα, προϊόντα, Διόδ. 15. 6· τὰ τῶν τόπων ἐπιτεύγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 630. 73.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίτευγμα) επιτυγχάνω
επιτυχία, αίσια έκβαση («τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος», Διογ. Λαέρ.)
αρχ.
1. (για τόπο) φυσικό πλεονέκτημα
2. ιατρ. επιτυχής διάγνωση
3. δημιούργημα, προϊόν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτευγμα: ατος τό
1) удача, успех, счастье Diod.;
2) счастливая выдумка, удачный прием (ἐπιτεύγμασί τισι χρῆσθαι Arst. ap. Diog. L.);
3) создание, творение (ποιητῶν ἀγαθῶν Diod.).