ἐπιτυχία

From LSJ
Revision as of 14:10, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτυχία Medium diacritics: ἐπιτυχία Low diacritics: επιτυχία Capitals: ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Transliteration A: epitychía Transliteration B: epitychia Transliteration C: epitychia Beta Code: e)pituxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A luck, chance, ὁκόσα -τυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί Hp.Morb.1.1.    2 success, opp. ἀποτυχίη, Democr.275 ; ἐν ταῖς μάχαις Plb.1.6.4 ; τῶν μαντευμάτων D.H.3.70 ; ἔργων OG1678.2 (Egypt, ii A.D.): pl., Phld.Po.2.33 ; advantage, Ph.2.326.    b κατ' ἐπιτυχίαν casually, by a fortunate coincidence, Plot.2.3.7.    3 undertaking, ματαία ἐ. BGU1060.3(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 998] ἡ, die Erreichung eines Zweckes oder Wunsches, Glück bei Etwas, Pol. 1, 6, 4 u. öfter, wie a. Sp.; τῶν μαντευμάτων D. Hal. 3, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῠχία: ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πολύβ. 1. 6, 4, Διον. Ἁλ. 3. 70, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιτυχία) επιτυχής
αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.)
μσν.
σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας ἀναψύχοντες», Φώτ.)
αρχ.
1. τύχη, ευτυχία («ὁκόσα ἐπιτυχίῃ ποιέουσιν οἱ ἰητροί», Ιπποκρ.)
2. πλεονέκτημα, υπεροχή, κέρδος
3. έργο, επιχείρηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτυχία: ἡ преуспеяние, успех, удача Polyb.