ἰσόθεος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
ον,
A equal to the gods, godlike, of heroes, ἰ. φώς Il.2.565, Od.1.324, A. Pers.80 (lyr.); Δαρεῖος ib.857 (lyr.); οἱ ἰ. S.Ant.837 (anap.); γένος E.IA626, cf. Pl.Phdr.255a, Isoc.2.5, etc.; ἰητρὸς φιλόσοφος ἰ. Hp. Decent.5: Com., νομίσαι τ' ἰσόθεον τὴν ἔγχελυν Antiph.147.2. 2 of things, ἰ. τυραννίς E.Tr.1169; δόξα Isoc.5.145; εἴσοδος Epicur. Fr.165; τιμαί Men.Mon.378, Plb.10.10.11, IG5(2).432.4 (Megalop.); χάριτες OGI666.21 (Egypt, i A.D.); freq. of medicines or remedies, Gal.13.65, 279, Aët.7.11: neut. -θεον as Adv., PMag.Par.2.220. [ῑσ- in Hom. and Trag. (always lyr.); hyperaeol. ἰσσο- Schwyzer647.15 (Cyme, i A.D.).]
German (Pape)
[Seite 1264] gottgleich, ehrendes Beiwort der Helden, φώς, Il. 2, 565 Od. 1, 324 u. öfter; Aesch. Pers. 80. 842; Soph. Ant. 830; Eur. Tr. 1169; auch in Prosa, Plat. Phaed. 255 a Rep. II, 360 c; Isocr. 2, 5; Sp.; ἰσόθεοι τιμαί Pol. 10, 10, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόθεος: -ον, ἴσος πρὸς τοὺς θεούς, ὅμοιος τοῖς θεοῖς, ἐπίθετον ἐξόχων ἡρώων, Ἰλ. Β. 565, Ὀδ. Α. 324, κτλ.· παρὰ Τραγ. ἰδίως ἐπὶ βασιλέων, Πόρσων παρὰ τῷ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 81, πρβλ. 856, Σοφ. Ἀντ. 836· οὕτω Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Α, Ἰσοκρ. 15D, κτλ.· Κωμ. μεταφορ., νομίσαι τ’ ἰσόθεον τὴν ἔγχελυν Ἀντιφάνης ἐν «Λύκωνι» 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσ. τυραννὶς Εὐρ. Τρῳ. 1169· δόξα Ἰσοκρ. 111D· τιμαὶ Πολύβ. 10. 10, 11· τιμαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1535. 4· διάνοιαι 4699. 21. ῑσ- παρ’ Ὁμ. καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· ἴδε ἴσος. - Ἐπίρρ. ἰσοθέως Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 470Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 égal aux dieux;
2 proportionné à un dieu, digne d’un dieu, divin.
Étymologie: ἴσος, θεός.
English (Slater)
ἰσόθεος
1 godlike ἰσοθε[ Πα. 7. a. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσόθεος, -ον)
ίσος με θεό (α. «ισόθεος βασιλιάς» β. «ἰσόθεος φώς», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές»)
αρχ.
1. ίσος με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («ἰσόθεος τυραννίς», Ευρ.)
2. (για φάρμακα) αποτελεσματικό
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἰσόθεον
με τρόπο που αρμόζει σε θεό.
επίρρ...
ἰσοθέως (Α)
πάπ. με ισόθεο τρόπο.
Greek Monotonic
ἰσόθεος: -ον, αυτός που είναι ίσος με τους θεούς, σε Όμηρ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόθεος: (поэт. тж. ῑ)
1) равный богам, богоподобный, божественный (φώς Hom., Aesch.): τοῖς ἰσοθέοις ἔγκληρα λαχεῖν Soph. получить одинаковый удел с полубогами;
2) достойный богов (τυραννίς Eur.; τιμαί Isocr., Polyb., Plut.).