ζωπυρώ

From LSJ
Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

ζωπυρώ, -έω (AM, Μ και -όω) ζώπυρος
1. παράγω φλόγα, ανάβω φωτιά με ζώπυρο
2. μτφ. αναζωογονώ, εμψυχώνω, ανανεώνω
μσν.
μέσ. ζωπυοῦμαι, -όομαι
φέρνω τη ζωή, δίνω υπόσταση, δημιουργώ
αρχ.
1. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω, διεγείρω
2. επαυξάνω
3. (αμτβ.) εξάπτομαι σε φλόγα
4. μτφ. συντηρώ, διατηρώ με ζήλο
5. παθ. ζωοπυοῦμαι, -έομαι
(για έμβρυο) ζωογονούμαι από τη φωτιά.