αὐτοσχεδιαστής

From LSJ
Revision as of 21:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχεδιαστής Medium diacritics: αὐτοσχεδιαστής Low diacritics: αυτοσχεδιαστής Capitals: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: autoschediastḗs Transliteration B: autoschediastēs Transliteration C: aftoschediastis Beta Code: au)tosxediasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.

German (Pape)

[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Ueberlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s’occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
inexperto op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.Lac.13.5, cf. Stratt.82.

Greek Monolingual

ο (Α αὐτοσχεδιαστής) αυτοσχεδιάζω
αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία.

Greek Monotonic

αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ενεργεί ή μιλάει πρόχειρα· αρχάριος, άπειρος, Λατ. tiro, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσχεδιαστής: οῦ ὁ действующий или говорящий без всякой подготовки, без знания дела, верхогляд, дилетант: αὐ. τῶν στρατιωτικῶν Xen. профан в военных делах.

Middle Liddell

[From αὐτοσχέδιος
one who acts or speaks offhand: a raw hand, bungler, Lat. tiro, Xen.