γειοφόρος

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειοφόρος Medium diacritics: γειοφόρος Low diacritics: γειοφόρος Capitals: ΓΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: geiophóros Transliteration B: geiophoros Transliteration C: geioforos Beta Code: geiofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).

Greek Monolingual

γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.

Greek Monotonic

γειοφόρος: -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γειοφόρος: служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).

Middle Liddell

[γῆ, φέρω
earth-bearing, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειοφόρος -ον [γῆ, φέρω die aarde draagt, aarde vervoerend.