δυσκατάλλακτος

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκατάλλακτος Medium diacritics: δυσκατάλλακτος Low diacritics: δυσκατάλλακτος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: dyskatállaktos Transliteration B: dyskatallaktos Transliteration C: dyskatallaktos Beta Code: duskata/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A hard to reconcile, Plu.2.13d, Ath. 14.625b.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszusöhnen od. zu begütigen, Ath. XIV, 625 b.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάλλακτος: -ον, δυσδιάλλακτος, δυσκόλως συνδιαλλαττόμενος, Πλούτ. 2. 13D, Ἀθήν. 625Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne peut changer les dispositions, intraitable.
Étymologie: δυσ-, καταλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
reacio a la reconciliación θυμοῦ πλήρεις, δυσκατάλλακτοι, φιλόνεικοι Ath.625b, cf. Eust.55.30
neutr. subst. τὸ δ. la poca predisposición a la reconciliación τό γε δυσμενὲς καὶ τὸ δ. Plu.2.13d.

Greek Monolingual

δυσκατάλλακτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάλλακτον
η δυσκολία στη συνδιαλλαγή.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάλλακτος: трудно поддающийся уговорам, непримиримый (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.).