θήραγρος

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήραγρος Medium diacritics: θήραγρος Low diacritics: θήραγρος Capitals: ΘΗΡΑΓΡΟΣ
Transliteration A: thḗragros Transliteration B: thēragros Transliteration C: thiragros Beta Code: qh/ragros

English (LSJ)

ον, (ἄγρα)

   A for catching wild beasts or game, πέδη Ion Trag.40: name of a hound, dub. in AP7.304 (Pisand.).

German (Pape)

[Seite 1208] das Wild fangend, πέδη Ion bei Ath. X, 451 e.

Greek (Liddell-Scott)

θήραγρος: -ον, (ἄγρα) κατάλληλος πρὸς σύλληψιν ἀγρίων θηρίων, πέδη Ἴων. παρ’ Ἀθην. 451Ε· ὄνομα κυνὸς θηρευτικοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 304.

Greek Monolingual

θήραγρος, -ον (Α)
1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος»
2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρος (< άγρα), πρβλ. μύ-αγρος, πάν-αγρος].