θρεπτικός

From LSJ
Revision as of 08:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτικός Medium diacritics: θρεπτικός Low diacritics: θρεπτικός Capitals: ΘΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: threptikós Transliteration B: threptikos Transliteration C: threptikos Beta Code: qreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to feed or rear, τινος Pl.Plt.267b, cf. 276b, 276c; nourishing, -ώτερα μῆλα Diph.Siph. ap. Ath.3.82f; -ώτατος οἶνος Mnesith.ib.1.32d.    II of or promoting growth, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς θ. καὶ γεννητική Arist.de An.416a19; ἡ θ. ψυχή ib.415a23; τὸ θ. the principle of growth, Id.EN1102b11; ἡ θ. καὶ αὐξητικὴ ζωή ib. 1098a1; opp. φθαρτικός, Polystr.p.23 W. Adv. -κῶς Porph.Gaur.1.1.    III causing to heal up, ἑλκῶν Dsc.1.43.

German (Pape)

[Seite 1217] zum Ernähren geschickt, dasselbe betreffend; τέ χνη Plat. Polit. 267 b, ζωή Arist. Eth. 1, 7, 12; Sp. θρεπτικώτερος, -τατος, Ath. I, 32 d III, 82 f.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à nourrir ou à faire croître, gén..
Étymologie: τρέφω.

Greek Monolingual

και θρεφτικός, -ή, -ό (ΑΜ θρεπτικός, -ή, -όν) τρέφω
αυτός που συντελεί στη θρέψη («θρεπτική τροφή»)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη, που συντελεί στην αφομοίωση τών τροφών
2. φρ. α) «το θρεπτικό σύστημα» — το σύνολο τών οργάνων με τα οποία συντελείται η θρέψη του οργανισμού
β) «θρεπτικό ισοζύγιο» — το ισοζύγιο μεταξύ τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνονται και αυτών που καταναλίσκονται από τον οργανισμό
γ) «θρεπτικές ουσίες» — οι ουσίες τις οποίες έχει ανάγκη ένας οργανισμός για τη διατήρησή του στη ζωή και για την ανάπτυξή του
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος στο να τρέφει ή να ανατρέφει
2. αυτός που συντελεί στην επούλωση πληγής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτικόν
η δύναμη, η αιτία της αύξησης.
επίρρ...
θρεπτικώς και -ά (ΑΜ θρεπτικῶς)
με τρόπο που συντελεί στη θρέψη, στην αύξηση.

Greek Monotonic

θρεπτικός: -ή, -όν (τρέφω), αυτός που προάγει την ανάπτυξη, σε Αριστ.· τὸθρεπτικόν, η αρχή, δύναμη της ανάπτυξης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θρεπτικός:
1) касающийся питания, служащий целям пропитания (τέχνη Plat.);
2) питающий, питательный (ἡ τῆς ψυχῆς δύναμις Arst.).

Middle Liddell

θρεπτικός, ή, όν τρέφω
promoting growth, Arist.; τὸ θρεπτικόν the principle of growth, Arist.