καμψός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Full diacritics: καμψός | Medium diacritics: καμψός | Low diacritics: καμψός | Capitals: ΚΑΜΨΟΣ |
Transliteration A: kampsós | Transliteration B: kampsos | Transliteration C: kampsos | Beta Code: kamyo/s |
ή, όν, (κάμπτω)
[Seite 1319] gekrümmt, gebogen, = γαμψός, Hesych.
καμψός: -ή, -όν, (κάμπτω) «καμπύλος» Ἡσύχ., πρβλ. γαμψός.
καμψός, -ή, -όν (Α)
γαμψός, γυριστός, καμπύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ' αναλογία προς το γαμψός.