κατοίομαι

From LSJ
Revision as of 12:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοίομαι Medium diacritics: κατοίομαι Low diacritics: κατοίομαι Capitals: ΚΑΤΟΙΟΜΑΙ
Transliteration A: katoíomai Transliteration B: katoiomai Transliteration C: katoiomai Beta Code: katoi/omai

English (LSJ)

   A to be conceited of oneself, LXX Hb.2.5, Ph.Fr.99 H.

German (Pape)

[Seite 1403] (s. οἴομαι), dünkelhafte Meinung von sich haben, LXX; Philo; Suid. erkl. ὁ νομίζων ἑαυτὸν μέγαν καὶ φυσῶν ὑπερηφάνως.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίομαι: ἔχω οἴησιν, μεγάλην ἰδέαν περὶ ἐμαυτοῦ, Ἑβδ. (Hab. 2. 5), Φίλων 2. 652.

Greek Monolingual

κατοίομαι (Α)
έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»].