μεταξύτης

From LSJ
Revision as of 22:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταξύτης Medium diacritics: μεταξύτης Low diacritics: μεταξύτης Capitals: ΜΕΤΑΞΥΤΗΣ
Transliteration A: metaxýtēs Transliteration B: metaxytēs Transliteration C: metaksytis Beta Code: metacu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ητος, ἡ,

   A middle position, A.D.Conj.221.5.    2 mean, = μεσότης, Theol.Ar.50 (pl.).    II in Music, interval, διάστημά ἐστι δυοῖν φθόγγων μ. Nicom.Harm.12, cf. 6 (pl.), S.E.M.5.78 (pl.).    2 generally, interval, Cat.Cod.Astr.5(1).192.

German (Pape)

[Seite 151] ητος, ἡ, das Dazwischensein, der Zwischenraum; Nicom. harm. 11; S. Emp. adv. astrol. 78.

Greek (Liddell-Scott)

μεταξύτης: [ῠ], ητος, ἡ, διάστημα μεταξύ, διάλειμμα, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78.

Greek Monolingual

μεταξύτης, -ητος, ἡ (Α) μεταξύ
1. μέση θέση, το μέσο
2. μεσότητα
3. μουσ. διάστημα
4. διάλειμμα.

Russian (Dvoretsky)

μεταξύτης: ητος (ῠ) ἡ промежуток Sext.