παραδοτός

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοτός Medium diacritics: παραδοτός Low diacritics: παραδοτός Capitals: ΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: paradotós Transliteration B: paradotos Transliteration C: paradotos Beta Code: paradoto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of being taught, Pl.Men.93b, Phld.Rh.1.369 S., D.L.4.12.

German (Pape)

[Seite 477] zu überliefern, zu lehren; Plat. Men. 93 b; D. L. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ παραδοθῇ, διδακτός, Πλάτ. Μένων 93Β, Διογ. Λ. 4. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 transmis, enseigné;
2 qu’on peut transmettre ou enseigner.
Étymologie: παραδίδωμι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραδίδωμι
αυτός που μπορεί να διδαχθεί.

Greek Monotonic

παραδοτός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να διδαχθεί, να παραδοθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παραδοτός: [adj. verb. к παραδίδωμι могущий быть переданным или преподанным Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραδοτός -ή -όν [παραδίδωμι] overdraagbaar.

Middle Liddell

παραδοτός, ή, όν
capable of being taught, Plat.