πελίχνη
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ,
A = πέλλα 1, Alcm.74 B, Seleuc. and Euphron. ap. Ath. 11.495c.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ, dim. von πελίκη, Alcman bei Ath. III, 111 d, vgl. XI, 495 b, wo sich, wie bei πελίκη, die Erklärungen κύλιξ u. χόες finden.
Greek (Liddell-Scott)
πελίχνη: ἡ, ἴδε ἐν λ. πέλλα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η πέλλα (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλιξ + υποκορ. κατάλ. -ίχνη (πρβλ. κύλιξ: κυλίχνη)].