περιμετρέω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
A measure all round, Luc.Icar.6, Nav.12.
German (Pape)
[Seite 583] rings herum messen (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιμετρέω: μετρῶ ὁλόγυρα, Λουκ. Ἰκαρομ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mesurer tout autour.
Étymologie: περί, μετρέω.
Greek Monotonic
περιμετρέω: μέλ. -ήσω, μετρώ ολόγυρα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιμετρέω: производить обмер, измерять (τὸ μέγεθός τινος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιμετρέω [περίμετρος] rondom meten.