προσαναπίπτω

From LSJ
Revision as of 09:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναπίπτω Medium diacritics: προσαναπίπτω Low diacritics: προσαναπίπτω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prosanapíptō Transliteration B: prosanapiptō Transliteration C: prosanapipto Beta Code: prosanapi/ptw

English (LSJ)

   A recline by or with others at meals, Plb.30.26.6 (ap.D.S.31.16).

German (Pape)

[Seite 749] (s. πίπτω), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem προσκαθίζω entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναπίπτω: ἀνακλίνομαι πλησίον ἄλλων ἢ μετ’ ἄλλων (ἐν συμποσίῳ) Πολύβ. 31. 4, 6.

Greek Monolingual

Α
1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι
2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»].

Russian (Dvoretsky)

προσαναπίπτω: опускаться рядом (на застольное ложе) Polyb.