προσαποτίνω
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τείσω,
A pay besides, μισθόν Pl.Lg.945a, cf. PEleph.1.11 (iv B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).29 (Cyrene, i B.C./i A.D.); τόκους Men.235.9; χρήματά τινι Dius ap.J.AJ8.5.3; opp. -δίδωμι, Hyp.Eux.17.
German (Pape)
[Seite 751] (s. τίνω), noch dazu zahlen od. büßen, προσαποτισάτω μισθόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. προσαποτιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποτίνω: [ῐ], μέλλ. -τίσω [ῑ], ἀποτίνω, πληρώνω προσέτι, μισθὸν Πλάτ. Νόμ. 945Α· οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ -δίδωμ , Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. ΙΙΙ. 17, Blass.
French (Bailly abrégé)
payer ou acquitter en outre.
Étymologie: πρός, ἀποτίνω.
Greek Monolingual
Α
πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»].
Greek Monotonic
προσαποτίνω: [ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποτίνω ook nog betalen.
Russian (Dvoretsky)
προσαποτίνω: (ῑ) сверх того платить (μισθόν Plat.; τόκους Men.).