πρυλέες

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῠλέες Medium diacritics: πρυλέες Low diacritics: πρυλέες Capitals: ΠΡΥΛΕΕΣ
Transliteration A: prylées Transliteration B: prylees Transliteration C: prylees Beta Code: prule/es

English (LSJ)

έων, οἱ,

   A men-at-arms, soldiers, αὐτοὶ δὲ π. σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, opp. chiefs fighting from chariots, Il.11.49; πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι 21.90; Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων 15.517; κυνέην . . ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν 5.744; Ἄρης . . πρυλέεσσι κελεύων Hes.Sc.193: dat. pl. (Boeot. or Lacon.) προυλέσι (q.v.).    2 later as Adj., close, in masses, like foot-soldiers, Opp.C.3.125.

German (Pape)

[Seite 801] οἱ, die schwerbewaffneten Krieger zu Fuße, vgl. Schol. Il. 11, 49. 12, 77, wo es als Ggstz der Wagenkämpfer heißt αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες u. Herm. es durch πρόμαχοι erklärt (vgl. das Folgende); ἡγεμόνα πρυλέων, Il. 15, 517; τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δαμάσσας, 21, 90; als Ggstz des vom Wagen herabkämpfenden Heerführers, Hes. Sc. 193. Von dem Helm der Athene heißt es κυνέην ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν, Il. 5, 743, nach Einigen für hundert Kämpfer passend, nach Andern, wie ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα, mit hundert Figuren von Streitern versehen, geschmückt. In Ep. ad. 596 (App. 134) stehen neben einander ὁπλιτῶν, πρυλέων, κρατερῶν πάλιν ἱπποκορυστῶν. Bei Opp. Cyn. 3, 124 adj., dichtgedrängt.

Greek (Liddell-Scott)

πρῠλέες: έων, οἱ, πεζοὶ ὁπλῖται, αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τοὺς μαχομένους ἀπὸ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Λ. 49, Μ. 77· Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων Ο. 517· Ἄρης... πρυλέεσσι κελεύων Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 193· - ὁ Ἕρμανν. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = πρόμαχοι (πρβλ. πρύτανις), Πονημ. 4. 286-291· καὶ τὸ ἐν Ἰλ. Φ. 90 (πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι) ὑποστηρίζει μέχρι τινὸς τὴν ἑρμηνείαν ταύτην. 2) παρὰ μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κατὰ πλήθη, πυκνοί, πάμπολλοι, ὡς οἱ πεζοὶ στρατιῶται, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 124. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

έων (οἱ) :
fantassins pesamment armés.
Étymologie: DELG étym. obscur ; pê égéen.

English (Autenrieth)

dat. πρυλέεσσι: heavyarmed foot-soldiers (= ὁπλι<<><>>ται), Il. 11.49, Il. 12.77, Il. 15.517, Il. 5.744.

Greek Monolingual

-έων, οἱ, Α
1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους
2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση της λ. με την πρόθεση πρό ή με τη λ. πρύτανις, στην οποία θα μπορούσε πιθ. να μας οδηγήσει η υπόθεση ότι ο τ. πρυλέες χρησιμοποιείται και με σημ. ανάλογη με αυτήν της λ. πρό-μαχοι].

Greek Monotonic

πρῠλέες: -έων, οἱ, οπλισμένοι πεζοί οπλίτες, αντίθ. προς τους άρχοντες που μάχονται από τα άρματα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

πρῠλέες: έων οἱ (dat. πρύλεσσι и πρυλέεσσι) передовые тяжеловооруженные пехотинцы Hom., Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυλέες -έων, οἱ voetsoldaten.

Frisk Etymological English

-έων
Grammatical information: m. pl.
Meaning: heavily armed foot-soldiers (Il., Hes. Sc. 193, Gortyn.), metaph. of birds (Opp.); προυλέσι πεζοῖς ὁπλίταις H.
Derivatives: Beside it πρύλις f. (Cretan) weapon-dance (Call.; after Arist. fr. 519 Cypr. or Cret.); πρυλεύσεις ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῳ̃ ἱερεῖ H. -- How πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] or -λύς [Schwyzer 572]) and πρύλις are formally and semantically related, is unclear. After Leumann Hom. Wörter 286 f. Cret. πρύλις would have arisen through false interpretation of ep. πρυλέες; against this Ruijgh L'élém. ach. 96 f. (w. lit.). From πρύλις in any case *πρυλεύω to perform a π., with πρυλεύσεις f. pl. H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: How πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] or -λύς [Schwyzer 572]) and πρύλις are formally and semantically related, is unclear. After Leumann Hom. Wörter 286 f. Cret. πρύλις would have arisen through false interpretation of ep. πρυλέες; against this Ruijgh L'élém. ach. 96 f. (w. lit.). From πρύλις in any case *πρυλεύω to perform a π., with πρυλεύσεις f. pl. H. -- Etymolog. unclear. Superseded hypothesis in Bq. If prop. champions (Vorkämpfer) (cf. Trümpy Fachausdrücke 178 f.), perhaps cognate with πρύτανις (Misteli KZ 17, 174; cf. Bechtel Lex. s. διαπρύσιος)?; improbable. -- The word may well be Pre-Greek. Note the form προυλέσι.

Middle Liddell


men-at-arms, foot-soldiers, opp. to chiefs fighting from chariots, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

πρυλέες: -έων
{prulées}
Grammar: m. pl.
Meaning: schwerbewaffnete Krieger zu Fuß (Il., Hes. Sc. 193, gortyn.), übertr. von Vögeln (Opp.); προυλέσι· πεζοῖς ὁπλίταις H.
Derivative: Daneben πρύλις f. ‘(kretischer) Waffentanz’ (Kall.; nach Arist. Fr. 519 kypr. od. kret.); πρυλεύσεις· ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῳ̃ ἱερεῖ H. — Wie sich πρυλέες (sg. -λής [Hdn.] od. -λύς [Schwyzer 572]) und πρύλις formal und semantisch zueinander verhalten, bleibt unklar. Nach Leumann Hom. Wörter 286 f. wäre kret. πρύλις durch falsche Umdeutung von ep. πρυλέες entstanden; dagegen Ruijgh L’élém. ach. 96 f. (m. Lit.). Von πρύλις jedenfalls *πρυλεύω ‘eine π. aufführen’, wozu πρυλεύσεις f. pl. H.
Etymology : Etymologisch dunkel. Überholte Hypothesen bei Bq. Wenn eig. Vorkämpfer (vgl. Trümpy Fachausdrücke 178 f.), vielleicht mit πρύτανις verwandt (Misteli KZ 17, 174; vgl. Bechtel Lex. s. διαπρύσιος)?
Page 2,605