στεγνοφυής

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνοφῠής Medium diacritics: στεγνοφυής Low diacritics: στεγνοφυής Capitals: ΣΤΕΓΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: stegnophyḗs Transliteration B: stegnophyēs Transliteration C: stegnofyis Beta Code: stegnofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of thick nature, AP11.354.15 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 932] ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).

Greek (Liddell-Scott)

στεγνοφυής: -ές, ὁ πυκνὸς τὴν φύσιν, σφιγκτός, Ἀνθ. Π. 11. 354.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une nature épaisse.
Étymologie: στεγνός, φύω.

Greek Monolingual

-ές, Α
πυκνός, σφιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].

Greek Monotonic

στεγνοφυής: -ές (φυή), αυτός που είναι από τη φύση του πυκνός, σφιχτός, σωματώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στεγνοφυής: имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ ἄϋλος Anth. материальный или невещественный.

Middle Liddell

στεγνο-φυής, ές [φυή]
of thick nature, Anth.