συνανοίγω

From LSJ
Revision as of 19:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανοίγω Medium diacritics: συνανοίγω Low diacritics: συνανοίγω Capitals: ΣΥΝΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: synanoígō Transliteration B: synanoigō Transliteration C: synanoigo Beta Code: sunanoi/gw

English (LSJ)

   A open in company with, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις IG12.91.16; συνανοίγνουσα (sic) τὰ συγχωσθέντα SIG799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι Them.Or. 20.235c.

Greek (Liddell-Scott)

συνανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ συγκλείω, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.

Greek Monolingual

ΜΑ
ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ
ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.