τμήγας
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
γατόμος, ἀροτήρ, Hsch. τμῆγος· ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e.
A furrow, Id.
Greek (Liddell-Scott)
τμήγας: παρ’ Ἡσυχ., = γατόμος, ἀροτήρ. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - ὅπερ ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, αὖλαξ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. -ας].