ψαμμοδύτης

From LSJ
Revision as of 14:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμοδύτης Medium diacritics: ψαμμοδύτης Low diacritics: ψαμμοδύτης Capitals: ΨΑΜΜΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: psammodýtēs Transliteration B: psammodytēs Transliteration C: psammodytis Beta Code: yammodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A like ἀμμοδύτης, sand-diver; name of a fish that buries itself in the sand, elsewh. καλλιώνυμος, Hsch.    II name for a mole, Cyran.78.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, Sandkriecher Sandschlüpser, ein Fisch, Athen.; auch eine Schlange, die sich im Sande verkriecht, im Sande wohnt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὡς τὸ ἀμμοδύτης, ὁ εἰσδυόμενος εἰς τὴν ἄμμον· ὄνομα ἰχθύος εἰς τὴν ἄμμον εἰσδυομένου, ἄλλως καλλιώνυμος· «ψαμμοδύτης· ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
άτομο που κάνει έρευνες στη θαλάσσια και στην ποτάμια άμμο
αρχ.
ονομασία ψαριού που χώνεται στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + δύτης (< δύω «βουτώ», πρβλ. αμμο-δύτης.