ψύκτρα
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ἡ,
A drying-place, ψ. τὰς πρὸς τοῖς νεωρίοις IG22.1035.43 (i B. C.), cf. ψυγμός 11; but others take it as = ψυκτήριον 11. 2 tray for drying figs on, Hsch. s.v. τρασιά.
Greek (Liddell-Scott)
ψύκτρα: ἡ, πλέγμα ἐφ’ οὗ ἐξηραίνοντο τὰ σῦκα, Ἡσύχ. ἐν λ. τρασιά.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) δίσκος πάνω στον οποίο γίνεται η ξήρανση τών σύκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (Ι) «φυσώ, πνέω» + επίθημα -τρα (πρβλ. χύ-τρα)].
(II)
ἡ Α
στον πληθ. αἱ ψύκτραι
ειδική κατασκευή κοντά σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτῆρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τρα (πρβλ. ἐξελίκ-τρα)].