ἀκόνιτος

From LSJ
Revision as of 14:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόνῑτος Medium diacritics: ἀκόνιτος Low diacritics: ακόνιτος Capitals: ΑΚΟΝΙΤΟΣ
Transliteration A: akónitos Transliteration B: akonitos Transliteration C: akonitos Beta Code: a)ko/nitos

English (LSJ)

ον, (κονίω)

   A without dust, combat or struggle, Q.S.4.319.    II f.l. for ἀκώνητος, Dsc.1.7; for κωνικός, Arist.GA739b12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόνῑτος: -ον, (κονίω) ἄνευ κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = ἀκώνιστος, Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans poussière, sans combat, sans effort.
Étymologie: ἀ, κονίω.

Spanish (DGE)

(ἀκόνῑτος) -ον

• Grafía: graf. -νη- Hsch.
1 carente de polvo e.e. carente de esfuerzo ἔλαβον ἀκόνιτον ἄεθλον Q.S.4.319.
2 adv. -ως sin esfuerzo Hsch. < ἀκόνῑτος ἄκονοι· > ἀκόνῑτος, -ου, ἡ
1 bot. antora, Aconitum anthora L., prob. Euph.56.
2 veneno extraído de la planta AP 11.123 (Hedyl.).

Greek Monolingual

ἀκόνιτος, -ον (Α) κονίω
1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη του στίβου ή της παλαίστρας
2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο.

Greek Monotonic

ἀκόνῑτος: -ον (κόνις), ο χωρίς κονιορτό, σκόνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόνῑτος: ὁ Anth. = ἀκόνιτον.

Middle Liddell

κόνις
without dust.