ἀλιτηριώδης
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
ες,
A abominable, accursed, οἶστρος Pl.Lg.854b; στάσις Id.R.470d; γνώμη D.C.44.1.
German (Pape)
[Seite 99] ες, verderblich, οἶστρος Plat. Lgg. IX, 854 b; νύχη 881 e; στάσις Rep. V, 470 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
funeste.
Étymologie: ἀλιτήριος, ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
maldito, abominable οἶστρος Pl.Lg.854b, D.C.44.1.1, στάσις Pl.R.470d, γνώμη D.C.45.33.1.
Greek Monolingual
ἀλιτηριώδης, -ες (Α) ἀλιτήριος
καταραμένος, ολέθριος, αποτρόπαιος.
Greek Monotonic
ἀλῐτηριώδης: -ες (εἶδος), απεχθής, καταραμένος, αποτρόπαιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῐτηριώδης: губительный, пагубный (τύχη, οἶστρος, στάσις Plat.; ποινή Plut.).
Middle Liddell
εἶδος
abominable, accursed, Plat.