ἀναξέω

From LSJ
Revision as of 14:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξέω Medium diacritics: ἀναξέω Low diacritics: αναξέω Capitals: ΑΝΑΞΕΩ
Transliteration A: anaxéō Transliteration B: anaxeō Transliteration C: anakseo Beta Code: a)nace/w

English (LSJ)

   A hew smooth, polish, IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. ἀναξῶν ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου J.AJ13.6.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξέω: ξέω καλῶς, ξέων καθιστῶ λείαν τὴν ἐπιφάνειαν λίθου ἢ ξύλου, στιλβώνω, λίθου ἀνεξεσμένου Ἰωσὴπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 6, 6. - ἀναξῶν = ἀναξέων, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ΙΙ. 167, ϛ΄, 72.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. contr. ἀναξῶν IG 22.463.72; perf. part. ἀνεξεσμένου I.AI 13.211]
alisar, pulir ἀναξέων τοὺς κανόνας IG 7.3073.123 (Lebadea), ἀναξῶν τοὺς ἁρμούς IG 22.l.c., μνημεῖον ... ἐκ λίθου ... ἀνεξεσμένου I.AI l.c.

Greek Monolingual

ἀναξέω) νεοελλ.
1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα
2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα
αρχ.
κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ξέω «ξύνω, ερεθίζω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάξεση].