ἀντεκκόπτω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A knock out in return, ὀφθαλμόν D 24.140; εἴ τις τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψέ τινος, ἀντεκκοπῆναι Arist.MM1194a38, cf. D.S.12.17.
German (Pape)
[Seite 245] dagegen, zur Vergeltung, ausschlagen, ὀφθαλμόν Dem. 24, 140; D. Sic. 12, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκκόπτω: ἀντεκκόπτω καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι παρασχεῖν τὸν ἑαυτοῦ Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.
French (Bailly abrégé)
mutiler à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ἐκκόπτω.
Spanish (DGE)
hacer salir a golpes a su vez, sacar a su vez, ἐάν τις ὀφθαλμὸν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι παρασχεῖν τὸν ἑαυτοῦ D.24.140, οὐ γὰρ δίκαιον, εἴ τις τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψεν τινός, ἀντεκκοπῆναι Arist.MM 1194a38, νόμου γὰρ ὄντος, ἐάν τίς τινος ὀφθαλμὸν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόπτεσθαι τὸν ἐκείνου D.S.12.17.
Greek Monolingual
ἀντεκκόπτω (Α)
«ἀντεκκόπτω ὀφθαλμόν» — βγάζω για τιμωρία το μάτι κάποιου που έκανε το ίδιο σε κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
ἀντεκκόπτω: μέλ. -ψω, αντεκβάλλω, εξωθώ ως ανταπόδοση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεκκόπτω: выбивать взаимно или в виде возмездия (ὀφθαλμόν Arst., Dem., Diod.).