ἀστέγαστος

From LSJ
Revision as of 15:40, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστέγαστος Medium diacritics: ἀστέγαστος Low diacritics: αστέγαστος Capitals: ΑΣΤΕΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: astégastos Transliteration B: astegastos Transliteration C: astegastos Beta Code: a)ste/gastos

English (LSJ)

ον,

   A uncovered, ἀγγεῖον Gal.17(2).153: of a ship, undecked, Antipho 5.22, cf. Apollod.Poliorc.185.10; roofless, PGen.11.7 (iv A. D.); διὰ τὸ ἀ. from their having no shelter, Th.7.87.

German (Pape)

[Seite 374] unbedeckt, ohne Dach, Thuc. 7, 87; πλοῖον Antipho. 5, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστέγαστος: -ον, μὴ ἐστεγασμένος, ἐπὶ πλοίου, ἄνευ καταστρώματος, Ἀντιφῶν 132. 8· διὰ τὸ ἀστέγαστον, ἐπειδὴ δὲν εἶχον στέγην, Θουκ. 7. 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non couvert.
Étymologie: ἀ, στεγάζω.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene techo, no cubierto ὁ ἀναβάθρας τόπος Apollod.Poliorc.185.10, τὸ στάβλον PAbinn.62.7 (IV d.C.)
de un barco que no tiene puente Antipho 5.22
subst. τὸ ἀ. carencia de techo Th.7.87.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστέγαστος, -ον) στεγάζω
(για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον»
«ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα)
2. (για πλοίο) δίχως κατάστρωμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστέγαστον
η έλλειψη στέγης.

Greek Monotonic

ἀστέγαστος: -ον (στεγάζω), ακάλυπτος, διὰ τὸ ἀστέγαστον, επειδή δεν υπήρχε στέγη, σε Θουκ.

Middle Liddell

στεγάζω
uncovered: διὰ τὸ ἀστέγαστον from their having no shelter, Thuc.

English (Woodhouse)

giving no shelter, of a boat without a deck

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)