ἀστυνομία

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστυνομία Medium diacritics: ἀστυνομία Low diacritics: αστυνομία Capitals: ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Transliteration A: astynomía Transliteration B: astynomia Transliteration C: astynomia Beta Code: a)stunomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the office of ἀστυνόμος, Arist.Pol.1321b23.    2 at Rome, the city praetorship, D.C.42.22.

German (Pape)

[Seite 379] ἡ, Amt u. Würde eines Astynomos, Arist. Pol. 6, 8. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠνομία: ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ ἀστυνόμου, Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 5. 2) ἐν Ρώμῃ τὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτωρος, Δίων Κ. 42. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction d’ἀστυνόμος ; à Rome fonction de préteur.
Étymologie: ἀστυνόμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cargo de astínomo (v. ἀστυνόμος) καλοῦσι δ' ἀστυνομίαν οἱ πλεῖστοι τὴν τοιαύτην ἀρχήν Arist.Pol.1321b23.
2 en Roma cargo de pretor urbano αἱρετὸς ὑπὸ τοῦ Καίσαρος ἐς τὴν ἀστυνομίαν προεκρίθη D.C.42.22.2.

Greek Monolingual

η (Α ἀστυνομία) αστυνόμος
νεοελλ.
1. οργανωμένη κρατική υπηρεσία που έχει ως αποστολή την προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των πολιτών, την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ησυχίας και γενικά την εφαρμογή των νόμων που θεσπίζει η πολιτεία
2. συνεκδ. οι άνδρες που απαρτίζουν το σώμα της Αστυνομίας
3. το κτήριο της Αστυνομίας
αρχ.
1. το αξίωμα του αστυνόμου
2. (στη Ρώμη) το αξίωμα του πραίτωρος.

Greek Monotonic

ἀστῠνομία: ἡ, το επάγγελμα του αστυνόμου (ἀστυνόμος), σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστῠνομία: ἡ астиномия, должность астинома Arst.

Middle Liddell

the office of ἀστυνόμος, Arist.