ἄναντα

From LSJ
Revision as of 15:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναντα Medium diacritics: ἄναντα Low diacritics: άναντα Capitals: ΑΝΑΝΤΑ
Transliteration A: ánanta Transliteration B: ananta Transliteration C: ananta Beta Code: a)/nanta

English (LSJ)

Adv.

   A up-hill, opp. κάταντα (q. v.), Il.23.116.

German (Pape)

[Seite 199] (s. ἀνάντης). bergauf, Il. 23, 116.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναντα: ἐπίρρ., ἀνωφερῶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κάταντα (ὃ ἴδε), πολλά δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.

French (Bailly abrégé)

adv.
en montant.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.

English (Autenrieth)

(ἄντα): up-hill, Il. 23.116.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I adj. neutr. plu.
1 cosas no trituradas S.Fr.294.
2 ἄναντα· ἀνωφερῆ. τινὲς δὲ τὰ μὴ βεβρεγμένα Hsch.
II adv. cuesta arriba ἧλθον Il.23.116.

Greek Monolingual

επίρρ.ἄναντα) νεοελλ. προς τα πάνω και απέναντι
αρχ.
προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + άντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].

Greek Monotonic

ἄναντα: επίρρ. του ἀνάντης, ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναντα: adv. в гору, вверх (ἦλθον Hom.).

Middle Liddell

[adverb of ἀνάντης.]
up-hill, Il.