ἐφεψιάομαι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A mock or scoff at, τεθνεῶτί γ' ἐφεψιόωνται ἅπαντες Od. 19.331, cf. 370.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεψῐάομαι: ἐμπαίζω, σκώπτω, χλευάζω, Λατ. elludere, τεθνηῶτί γ’ ἐφεψιόωνται ἅπαντες Ὀδ. Τ. 331, πρβλ. 370· ἴδε καθεψιάομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. prés. ἐφεψιόωνται, impf. ἐφεψιόωντο;
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἑψιάομαι.
English (Autenrieth)
mock, make sport of, τινί. (Od.)
Greek Monotonic
ἐφεψῐάομαι: αποθ., εμπαίζω, χλευάζω, σκώπτω, τινι, Λατ. elludere, Επικ. γʹ πληθ. ἐφεψιόωνται, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφεψιάομαι: насмехаться, издеваться, глумиться (τινι Hom.).
Middle Liddell
Dep. to mock or scoff at, τινι, Lat. illudere, epic 3rd pl. ἐφεψιόωνται Od.