ἰξευτήριος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
α, ον,
A like birdlime, v. ἰξεύτρια. II ἰξευτήριον, τό,= aucupium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1255] zum Vogelfange imit Leimruthen gehörig; den Tempel einer Τύχη ἰξευτηρία, fortuna viscata, erwähnt Plut. Qu. Rom. 74. Vgl. ἰξεύτρια.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτήριος: -ον, ἰξευτικός, ἴδε ἰξεύτρια.
Greek Monolingual
ἰξευτήριος, -ία, -ον (Α) ιξευτήρ
1. ο ιξευτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριον
το κυνήγι.
Russian (Dvoretsky)
ἰξευτήριος: ἰξός липкий, клейкий: Τύχη ἰξευτηρία Plut. липкая (т. е. завлекающая, улавливающая людей) богиня счастья.