ἰσοϋψής

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοϋψής Medium diacritics: ἰσοϋψής Low diacritics: ισοϋψής Capitals: ΙΣΟΫΨΗΣ
Transliteration A: isoüpsḗs Transliteration B: isoupsēs Transliteration C: isoypsis Beta Code: i)sou+yh/s

English (LSJ)

ές,

   A of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.

German (Pape)

[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοϋψής: -ές, ἔχων ἴσον ὕψος, κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἰσοϋψής, -ές)
αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα»)
νεοελλ.
φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» — τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο
2) «ισοϋψής καμπύλη» — καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό χάρτη ή σε διάγραμμα ενώνει τα σημεία τα οποία έχουν το ίδιο υψόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ύψος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοϋψής: столь же высокий, равный по высоте (κλῖμαξ ἰ. τῷ τείχει Polyb.).