ὀρφανεύω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A take care of orphans, rear orphans, τέκνα, παῖδας, Id.Alc.165, 297:—Pass., c. fut. Med., ὀρφανεύομαι = to be an orphan, ib.535, Hipp.847, Supp.1132.
German (Pape)
[Seite 388] Waisen pflegen, erziehen, παῖδας ὠρφάνευες, Eur. Alc. 298; im med. = eine Waise sein, Hipp. 847 Alc. 538.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφᾰνεύω: φροντίζω περὶ ὀρφανῶν, ἀνατρέφω ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., = ὀρφανός εἰμι, εἶμαι ὀρφανός, αὐτόθι 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.
French (Bailly abrégé)
élever un orphelin ou des orphelins ; Pass. être élevé comme orphelin, être orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.
Greek Monolingual
και αρφανεύω (Α ορφανεύω) ορφανός
νεοελλ.
1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου
2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)
αρχ.
1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω ή επιτροπεύω ορφανά
2. μσν. ορφανεύομαι
είμαι ορφανός.
Greek Monotonic
ὀρφᾰνεύω: μέλ. -σω, φροντίζω, ανατρέφω ορφανά, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., είμαι ορφανός, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρφᾰνεύω:
1) (о сиротах) окружать заботами, заботливо воспитывать, призревать (παῖδας Eur.);
2) med. осиротеть, стать сиротой (τέκνα ὀρφανεύεται Eur.).
Middle Liddell
ὀρφᾰνεύω, fut. -σω
to take care of, rear orphans, Eur.: —Pass. c. fut. mid. to be an orphan, Eur.