ὀστρακίτης

From LSJ
Revision as of 10:05, 24 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ,</b>" to "ῑ], ου, ὁ,")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκίτης Medium diacritics: ὀστρακίτης Low diacritics: οστρακίτης Capitals: ΟΣΤΡΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: ostrakítēs Transliteration B: ostrakitēs Transliteration C: ostrakitis Beta Code: o)straki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A = ὀστράκινος, λίθος ὀ. Dsc.5.146, cf. Plin.HN36.139; also, ostracitis, = ὀστρακίας, ib.37.177.    2 fem. ὀστρακῖτις, ιδος, an inferior variety of καδμεία, Dsc.5.74, Plin.HN 37.151.    II a kind of cake, Ath.14.647f.

German (Pape)

[Seite 400] ὁ, = ὀστρακηρός, bes. – 1) eine Steinart, ostracites, nach Einigen Meerschaum, Diosc., Plin. H. N. 36, 19. – 2) eine Art Kuchen, Ath. XV, 647 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκίτης: -ου, ὁ, = ὀστράκινος, λίθος ὀστρ. Διοσκ. 5. 165, πρβλ. Πλίν. 36. 31· ὡσαύτως = ὀστρακίας, ὁ αὐτ. 37. 65. 2) θηλ. ὀστρακῖτις, ῐδος, = καδμεία, Διοσκ. 5, 84, Πλίν. 37. 56 καὶ 65. ΙΙ εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Ε.

Greek Monolingual

ο (Α ὀστρακίτης)
νεοελλ.
απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο
αρχ.
1. ως επίθ. οστράκινοςὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.)
2. ο λίθος οστρακίας
3. είδος πίτας
4. είδος φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλ-ίτης)].