ὁλοσώματος

From LSJ
Revision as of 17:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσώμᾰτος Medium diacritics: ὁλοσώματος Low diacritics: ολοσώματος Capitals: ΟΛΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: holosṓmatos Transliteration B: holosōmatos Transliteration C: olosomatos Beta Code: o(losw/matos

English (LSJ)

ον,

   A of or with the whole body, στροφή Hld.4.17 ; εἰκών full-length portrait, JHS9.248 (Cyprus).

German (Pape)

[Seite 327] den ganzen Leib betreffend, mit dem ganzen Leibe, Heliod. 4, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσώμᾰτος: -ον, ὁ δι’ ὅλου τοῦ σώματος, καὶ στροφὴν ὁλοσώματον ὥσπερ οἱ κάτοχοι δινεύοντες Ἡλιόδ. 4. 17, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν. τ. Β΄, σ. 163· - ἐπὶ εἰκόνος ἡ περιλαμβάνουσα ὁλόκληρον τὸ σῶμα, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 9, σ. 2, ἀριθμ. 94.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλοσώματος, -ον)
1. σχετικός με όλο το σώμα, ολόσωμος
2. (για εικόνα ή άγαλμα) αυτός που απεικονίζει ολόκληρο το σώμα
μσν.
πλήρης, ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σῶμα, -ατος (πρβλ. μεγαλο-σώματος)].