θερμοχύτης

From LSJ
Revision as of 21:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοχύτης Medium diacritics: θερμοχύτης Low diacritics: θερμοχύτης Capitals: ΘΕΡΜΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: thermochýtēs Transliteration B: thermochytēs Transliteration C: thermochytis Beta Code: qermoxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,    A vessel for hot drinks, AP9.587 tit.

German (Pape)

[Seite 1202] ὁ, Gefäß, aus dem warme Getränke gegossen werden, Lemma Anth. IX, 587.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοχύτης: -ου, ὁ, ἀγγεῖον διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.).

Greek Monolingual

θερμοχύτης, ὁ (Α)
δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o)- + -χύτης (< χέω), πρβλ. επι-χύτης, νερο-χύτης.

Russian (Dvoretsky)

θερμοχύτης: ου ὁ сосуд для горячих напитков Anth.