φρυκτωρία

From LSJ
Revision as of 10:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυκτωρία Medium diacritics: φρυκτωρία Low diacritics: φρυκτωρία Capitals: ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ
Transliteration A: phryktōría Transliteration B: phryktōria Transliteration C: fryktoria Beta Code: fruktwri/a

English (LSJ)

ἡ,    A making signals by beacons, A.Ag.33,490 (pl.), S.Fr.432.6; ἔννυχος E.Rh.55; καθεστήκασι φρυκτωρίαι ἐν τοῖσι πύργοις Ar.Av.1161; τὰ σημεῖα τῆς φ. Th.3.22.    II concrete, = φρυκτός 11, v. l. for sq. in Arist.Mu.398a31,32.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, das Geben eines Signals durch einen Feuerbrand oder ein Feuerzeichen, das Zeichengeben durch ausgestellte Feuerwachen; Aesch. Ag. 33. 476; Soph. frg. 370; Eur. Rhes. 55. 128; Ar. Av. 1161.

Greek (Liddell-Scott)

φρυκτωρία: ἡ, ἡ διὰ πυρῶν μακρόθεν συνεννόησις, τὸ διὰ πυρῶν ἀγγέλλειν τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 33, 490, Σοφ. Ἀποσπ. 379. 5· ἔννυχος Εὐρ. Ρῆσ. 55· φρυκτωρίαι ἐν τοῖσι πύργοις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1161· τὰ σημεῖα τῆς φρ. Θουκ. 3. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
signaux donnés au moyen de feux nocturnes.
Étymologie: φρυκτωρός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φρυκτωρός
(στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο) μετάδοση σημάτων με πυρσούς σε μεγάλες αποστάσεις («ὅπως ἀσαφῆ τὰ σημεῑα τῆς φρυκτωρίας τοῑς πολεμίοις ᾖ», Θουκ.)
μσν.
μτφ. α) πνευματική λάμψη, πνευματική ακτινοβολία («νοῡς ἀστράπτων θείαις φρυκτωρίαις», Μηναί.)
β) ορμή, παράφορα
μσν.-αρχ.
φρυκτός, πυρσός για την μετάδοση σημάτων («φρυκτωρίας ἀνῆπτε πολλά», Αγαθ.).

Greek Monotonic

φρυκτωρία: ἡ, επικοινωνία με πυρσούς ή φωτιές, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φρυκτωρία: ἡ сигнализация огнем, подача огненных сигналов Trag., Thuc., Arph.

Middle Liddell

φρυκτωρία, ἡ, [from φρυκτωρός
a giving signals by beacons or alarm fires, telegraphing, Aesch., Ar.

English (Woodhouse)

signalling by beacon fires

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)