Σαδδουκαῖοι

From LSJ
Revision as of 10:00, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαδδουκαῖοι Medium diacritics: Σαδδουκαῖοι Low diacritics: Σαδδουκαίοι Capitals: ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΟΙ
Transliteration A: Saddoukaîoi Transliteration B: Saddoukaioi Transliteration C: Saddoukaioi Beta Code: *saddoukai=oi

English (LSJ)

οἱ, Sadducees, name of a Jewish sect, Act.Ap.23.8, J.AJ13.5.9, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Σαδδουκαῖοι: οἱ, ὄνομα Ἰουδ. αἱρέσεως, περὶ ἧς ἴδε μάλιστα Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13, 5, 9.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les Sadducéens.

Greek Monolingual

οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ
ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση τών νεκρών και απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη θεία πρόνοια και την ελευθερία της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την ευζωία και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε αντίθεση με τους Φαρισαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. εβραϊκό sāddūgi, πιθ. < Şadoq, αρχιερέας του Ισραήλ και ιδρυτής της αίρεσης αυτής].

Greek Monotonic

Σαδδουκαῖοι: οἱ, Σαδδουκαίοι, όνομα εβραϊκής θρησκευτικής αίρεσης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

Σαδδουκαῖοι, οἱ,
Sadducees, name of a Jewish sect, NTest.